- συνδίκου
- σύνδικοςone who helps in a court of justicemasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
συνδικία — η, ΝΑ [σύνδικος] νεοελλ. 1. η δίκη ενός ατόμου ή η εκδίκαση τής υπόθεσής του μαζί, ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 2. το αξίωμα και τα καθήκοντα τού συνδίκου ή και το χρονικό διάστημα τής θητείας του αρχ. υπεράσπιση ενός ατόμου ενώπιον δικαστηρίου,… … Dictionary of Greek
Αγρίππας φον Νετερσχάιμ — (Κολωνία 1486 – Γκρενόμπλ 1535).Γερμανός ιατροφιλόσοφος. Πνεύμα εκπληκτικό για την εποχή του, είχε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. Ακολούθησε αρχικά τον στρατιωτικό τομέα, μετά έγινε φοιτητής της ιατρικής, περιόδευσε στη Γαλλία και την Ισπανία,… … Dictionary of Greek